- κενοπάθεια
- κενοπάθεια, ἡ (Α)η ψευδής αίσθηση, το απατηλό, ψεύτικο αίσθημα.[ΕΤΥΜΟΛ. < κεν(ο)-* + -πάθεια (< -παθής < πάσχω), πρβλ. κακο-πάθεια, μετριο-πάθεια].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κενοπαθείας — κενοπαθείᾱς , κενοπάθεια unreal sensation fem acc pl κενοπαθείᾱς , κενοπάθεια unreal sensation fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεν(ο)- — (ΑΜ κεν[ο] και κενε[ο] ) α συνθετικό λέξεων που δηλώνει ότι το β συνθετικό α) παρουσιάζει έλλειψη ή ανεπάρκεια («κενανδρία», «κενόσαρκος»), β) είναι άδειο («κεναγγία», «κενοτάφιο»), γ) είναι μεταφορικά άδειο, στερείται περιεχομένου… … Dictionary of Greek
κενοπάθημα — κενοπάθημα, τὸ (Α) [κενοπαθώ] η κενοπάθεια* … Dictionary of Greek